Το βιβλίο του Γ. Θεοχάρη και του βιβλιοπωλείου Σύγχρονη Έκφραση συνέπεσε με μια συγκυρία που του προσδίδει μια ιδιαίτερη σημασία. Πρωτίστως, επειδή ανακινείται έμμεσα το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και των καταστροφών που τις απαίτησαν. Παράλληλα, αναμοχλεύει το ζήτημα της ιστοριογραφίας που διέσωσε τα γεγονότα αυτά, αλλά και τις σημαντικές ελλείψεις που δεν κατόρθωσε να αναπληρώσει. Αλλά και βαθύτερα, το βιβλίο συνεισφέρει, με την επάνοδο σε ιστορικές στιγμές συνδεδεμένες με το αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων, σε μια ζωτική ανάγκη, αυτή της ανασύνταξης της εθνικής αυτοπεποίθησης που υπέστη τριγμούς, συνεπεία των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων και των σχέσεων διεθνούς εξάρτησης που η οικονομική κρίση παρήγαγε.
Πράγματι, το βιβλίο δεν επαναφέρει απλά στην εκδοτική επικαιρότητα το γεγονός της σφαγής, αλλά το διερευνά κατά τρόπο που δεν έγινε ως σήμερα, ως ιστορικό γεγονός αλλά και ως διαχρονική συλλογική εμπειρία, ως δημόσια ιστορία. Με την έννοια αυτή, το βιβλίο ανασυνθέτει το γεγονός με το συνήθη τρόπο της αναδίφησης των πηγών αλλά, επιπλέον, και ως μνήμη, ως ιστορική παράδοση, όπως αυτή μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά, και επικαθορίστηκε από την ίδια την ιστορική πορεία της χώρας. Αναδεικνύει, δηλαδή, το γεγονός ως στοιχείο λειτουργίας μιας ολόκληρης κοινωνίας, που υφίσταται μια σύγκρουση μνήμης και λήθης, με δεσπόζουσες τις ιδεολογικές λαθροχειρίες, που παρήχθησαν στη μετεμφυλιακή περίοδο και δυστυχώς επιβιώνουν και σήμερα.
Αλλά, επιπροσθέτως, προβάλει και την αναγκαιότητα συμπλήρωσης της μελέτης του γεγονότος, σε ερευνητική βάση, όταν αυτό δυστυχώς δεν έτυχε μιας ολόπλευρης επιστημονικής προσέγγισης. Να σημειωθεί ότι από το πλούσιο αρχείο της μεταπολεμικής Επιτροπής που συνέταξε τις δικογραφίες για τα εγκλήματα των Γερμανών στην Ελλάδα απέμεινε μόνο η έκθεση του διευθυντή της υπηρεσίας δικαστή Δημ. Κιουσόπουλου, που περιλαμβάνει το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη. Τα υπόλοιπα υλικά δεν παραδόθηκαν ποτέ στους ιστορικούς αλλά καταστράφηκαν, αφού το ελληνικό κράτος στα 1975 «θεώρησε» όλες αυτές τις δικογραφίες ως υλικό άνευ σημασίας.
Αναμφίβολα, η ιστοριογραφία του γεγονότος διατηρεί ακόμη σημαντικά κενά. Το κύριο πρόβλημα των ελλείψεων αυτών είναι ότι παρεμποδίζουν τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης, στο μέτρο που αποδίδουν συνήθως τα αίτια της σφαγής σε πνευματικές διαταραχές και ανθρώπινες έξεις. Δεν το αντιμετωπίζουν δηλαδή ως ιστορικό γεγονός που ανάγεται σε συγκεκριμένα αίτια, πολλά από τα οποία συνδέονται με εξίσου συγκεκριμένες σκοπιμότητες, που υποσκελίζουν τους ψυχολογικούς παράγοντες που και αυτοί βεβαίως είναι υπαρκτοί..
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του γενικού προβλήματος: γιατί έγινε τελικά η σφαγή; Οπωσδήποτε ο αποκρουστικός χαρακτήρας της συνδέεται με πολιτισμούς και ένστιχτα, που άπτονται αυτού που ο Φρόυντ χαρακτήρισε τερατώδες «άλλο» στην ανθρώπινη προσωπικότητα και η Χ. Άρεντ το απέδωσε ως «πολιτισμό» του ολοκληρωτισμού. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στο βιβλίο του Θεοχάρη, δεν ήταν μόνο αυτό. Η σφαγή είχε συγκεκριμένη σκοπιμότητα, πέραν μιας αυτοματικής φοβικής αντίδρασης της «γάτας που πρόκειται να πιαστεί στη φάκα», όταν διαφαίνεται ότι οι υποσχέσεις του Γκαίμπελς προς τους Γερμανούς και τους συνεργάτες του για το αήττητο του Άξονα ξεθωριάζουν.
Με άλλα λόγια, το γεγονός δεν μπορεί να εξηγηθεί ως ψυχολογικό φαινόμενο, γιατί αλλιώς παραμορφώνεται. Αν, αντίθετα, συνδεθεί με την καθοριστική φάση της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή της υλοποίησης του σχεδίου Overload, το άνοιγμα, δηλαδή, του δεύτερου συμμαχικού μετώπου στην Ευρώπη με την απόβαση στη Νορμανδία, τότε αποκτά μια πραγματική σημασία που βοηθά στη διαλεύκανσή του (και πιθανώς απαντά στη φιλολογία ότι δεν ευθύνονται ολόκληρα κράτη για τις ιδιομορφίες μιας μικρής ομάδας αξιωματικών ή στο επιχείρημα που διατυπώθηκε για να αντιμετωπιστούν οι απαιτήσεις για αποζημιώσεις ότι ο γερμανικός στρατός αμυνόταν έναντι των αντίστοιχων «ιδιομορφιών» των ανταρτών).
Πράγματι, η σφαγή στο Δίστομο έρχεται την τέταρτη μέρα της απόβασης στη Νορμανδία, όπου διέψευσε την ισχύ της γερμανικού «τείχους του Ατλαντικού» για την κατασκευή του οποίου είχαν επιστρατευθεί και οδηγηθεί στο θάνατο χιλιάδες Ευρωπαίοι εργάτες,
ενώ στο μέτωπο του Άρνο στην Ιταλία ο συμμαχικός στρατός πλησιάζει να απελευθερώσει την Ρώμη, ολοκληρώνοντας την επίθεση που εξαπέλυσε στις 11 Μαίου του 1944. Πράγματι, στις 4 Ιουνίου 1944 η Διοίκηση Μάχης της Ιης Θωρακισμένης Μεραρχίας του αμερικανικού στρατού πέρασε από τη γέφυρα του Σαν Τζιοβάνι μέσα σε ένα πλήθος κόσμου που ζητωκραύγαζε τους απελευθερωτές. Στο ανατολικό μέτωπο ο σοβιετικός στρατός στην Ουκρανία καταδιώκει τους Γερμανούς, στις 8 Απριλίου 1944 είχε προσπελάσει τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας, και πλησιάζει πλέον τα σύνορα της Πολωνίας. Στις 9 Ιουνίου, την παραμονή της σφαγής στο Δίστομο, ο Κόκκινος Στρατός εξαπολύει επίθεση και στη Φιλανδία, ενώ η Ρουμανία, κύρια σύμμαχος του Χίτλερ, ζητά να πληροφορηθεί από την ΕΣΣΔ τους όρους ανακωχής.
Ως συνέπεια των εξελίξεων αυτών, οι Γερμανοί έχουν άμεση ανάγκη από στρατιωτικές δυνάμεις, εφόδια και βιομηχανικά υλικά, τμήμα των οποίων προμηθεύονται από την Ελλάδα, αφού για να αντιμετωπιστεί η συμμαχική επίθεση στη Νορμανδία μένει χωρίς δυνάμεις ο γερμανικός στρατός στο Ανατολικό Μέτωπο. Όμως, την ίδια στιγμή, όλες οι γερμανικές εκθέσεις διαπιστώνουν τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος, αφού οι αντιστασιακές ενέργειες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ο γερμανικός στρατός φοβάται να αποσύρει μεγαλύτερες δυνάμεις από το ελληνικό έδαφος.
Σε αυτή τη βάση η σφαγή στο Δίστομο ήταν μια
κλασική μορφή άσκησης τρομοκρατίας εναντίον του πληθυσμού, χωρίς εμπλοκή σε στρατιωτικές ενέργειες που περιείχαν κινδύνους, πρακτική στην οποία είχε ειδικευθεί ο φασισμός από την εποχή που επιβλήθηκε στη Γερμανία. Ήδη από τον Απρίλιο του 1941 ο διοικητής νοτιοανατολικής Ευρώπης στρατάρχης
Max.
von Weichs (Μαξιμίλιας φον Βάκς) είχε δώσει εντολές σε όλες τις γερμανικές μονάδες των Βαλκανίων, ιδίως δε σε αυτές της Γιουγκοσλαβίας, να τουφεκίζουν πολίτες που ενέχονταν στην Αντίσταση κατά των δυνάμεών τους, ακόμα και χωρίς σοβαρές ενδείξεις για την εμπλοκή τους.
Η διαταγή του αρχηγού της Ανώτατης Γερμανικής Διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων στρατάρχη
Wilhelm Keitel της 16 Σεπτεμβρίου 1941 καθόριζε ότι για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη από «συμμορίτες» θα εκτελούνταν 100 όμηροι και για κάθε τραυματία 50. Μάλιστα ο τρόπος της εκτέλεσης έπρεπε να εντείνει περισσότερο την εκφοβιστική επίδραση των αντιποίνων πάνω στον πληθυσμό.
Με τη σφαγή οι Γερμανοί ευελπιστούσαν να περιορίσουν τις αντιστασιακές ενέργειες, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό που τις υπέθαλπε και χωρίς την άμεση ή έμμεση συνδρομή του οποίου δεν θα πραγματοποιούνταν. Να σημειωθεί ότι εξαιτίας αυτής της αντιστασιακής δράσης και του φόβου ότι προετοίμαζε συμμαχική απόβαση στην Πελοπόννησο οι Γερμανοί είχαν υποχρεωθεί ήδη από τα μέσα του 1943 να μεταφέρουν 3 επιπλέον μεραρχίες στην Ελλάδα, που καθηλώθηκαν σε αυτήν.
Η πολιτική αυτή των Γερμανών είχε ως συνέπεια πάνω από 1000 χωρία να καταστραφούν σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, 1.000.000 Έλληνες να δουν τα σπίτια τους να λεηλατούνται ή να πυρπολούνται και πάνω από 20.000 άνθρωποι να πέφτουν θύματα μαζικών σφαγών.
Το γιατί προσέλαβε η σφαγή στο Δίστομο αυτή την ειδεχθή μορφή εξηγείται από αυτή τη συνθήκη, που είναι πραγματική πολιτική ιστορία: οι Γερμανοί, έχοντας ανάγκη από κάθε διαθέσιμο στρατιώτη και μη διαθέτοντας πλέον επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν μια ογκούμενη αντίσταση, δεν είχαν άλλη λύση από το να καταστρέψουν τη σχέση του άμαχου πληθυσμού με αυτούς που τους πολεμούσαν.
Η οδηγία των
Rundestedt και Rommel, επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων στη Νορμανδία, ότι ακόμα και οι γιατροί, οι αρτοποιοί, αλλά και οι τραυματίες ήταν απαραίτητοι στο γερμανικό στρατό, ήταν ταυτόσημη με την απαίτηση να εξαλειφθεί η αντίσταση των κατεχόμενων λαών χωρίς να εμπλέκονται καν σε μάχες οι Γερμανοί, που πιθανόν θα περιείχαν απώλειες, στρεφόμενοι απλά εναντίον των αμάχων.
Και δεν ήταν μόνο οι Έλληνες τα θύματα της στρατηγικής αυτής: ακριβώς στην ίδια αντίσταση έκαναν και οι Μακί της Γαλλίας, οι Πολωνοί αντιστασιακοί, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί, ακριβώς τα ίδια αντίποινα υπέστησαν οι άμαχοι των χωρών αυτών.
Για αυτό ακριβώς το λόγο σφαγές, και μάλιστα την ίδια ακριβώς περίοδο, δεν είχαμε μόνο στην Ελλάδα: 2 μέρες πριν τη σφαγή του Διστόμου οι Γερμανοί, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό και τους Γάλλους αντάρτες,
που είχαν εντολή από το συμμαχικό στρατηγείο να παρεμποδίσουν τις μετακινήσεις των γερμανικών δυνάμεων προς τη Νορμανδία, -σημειωτέον ότι ειδική υπηρεσία του
BBC (
the Voice of SHAEF) έστελνε καθημερινά μηνύματα και εντολές στη γαλλική αντίσταση από το στρατηγείο του Μονγκόμερυ-, συνέλαβαν 135 Καναδούς στρατιώτες και τους εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Πέταξαν δε τα πτώματα τους στο δρόμο, πάνω από τα οποία πέρασαν τα γερμανικά πάντζερ του 26 Συντάγματος Γρεναδιέρων των
SS.
Ήταν μια συμβολική εκφοβιστική ενέργεια για να καταδείξουν στους Γάλλους αντιστασιακούς και τον πληθυσμό της περιοχής ότι η σχέση τους με τους συμμάχους θα οδηγούσε στην καταστροφή και των δύο πλευρών. Γιατί η δράση των Γάλλων αντιστασιακών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία. Ειδικά γύρω από τη Βρετάνη παρεμπόδισαν, μαζί με τη συμμαχική αεροπορία, τη μετακίνηση γερμανικών στρατευμάτων στη Ρεν και τα προγεφυρώματα των συμμάχων στη Νορμανδία ενώ τμήματα των γερμανικών ενισχύσεων καθυστερούν να φτάσουν στην περιοχή και έτσι εδραιώνονταν τα προγεφυρώματα των συμμάχων, ιδίως στην κρίσιμη φάση από 7 έως 11 Ιουνίου 1944.
Να σημειωθεί ότι οι Γάλλοι αντιστασιακοί δεν ήταν μια ευκαταφρόνητη δύναμη: είχαν ανέλθει σε 4.000 και έδιναν ακατάπαυστες μάχες στην περιοχή του Βερκόρ, ένα ορεινό φυσικό οχυρό στην κοιλάδα του Ροδανού, που λειτούργησε ως συμμαχικό προγεφύρωμα. Και στην περίπτωση αυτή οι Γερμανοί φάνηκαν ανελέητοι εναντίον των αμάχων.
Την επόμενη μέρα της σφαγής των Καναδών αιχμαλώτων, οι Γερμανοί αποφάσισαν να στρέψουν τα αντίποινα και απευθείας κατά του άμαχου πληθυσμού. Στην
Tulle, κοντά στη Λιμόζ στην Κεντρική Γαλλία, η 2η μεραρχία Πάντσερ των
SS μπήκε στην πόλη, συγκέντρωσαν όλους τους άντρες, επέλεξε 133 κατοίκους, εκ των οποίων εκτέλεσαν 99. Τα πτώματά τους κρεμάστηκαν στους φανοστάτες της πόλης. Άλλοι 145 κάτοικοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία από τους οποίους μόνο 40 γύρισαν πίσω.
Την 10 Ιουνίου 1944,
την ίδια μέρα με τη σφαγή στο Δίστομο, στο
Oradour sur Glane στην Κεντρική Γαλλία, η ίδια μεραρχία, επειδή παρεμποδίστηκε από δυνάμεις των Γάλλων ανταρτών χωρίς να έχει υποστεί πραγματικές απώλειες, συγκέντρωσε όλους τους άνδρες του χωριού στην αγορά της πόλης, και τα γυναικόπαιδα στην τοπική εκκλησία. Όλοι οι άνδρες εκτελέστηκαν μέσα στα μαγαζιά της αγοράς σε τετράδες, συνολικά 196 άτομα. Τα 452 γυναικόπαιδα πνίγηκαν από τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις μέσα στην εκκλησία, στην οποία έριξαν εμπρηστικές χειροβομβίδες από τα παράθυρα. Στο
Oradour 648 άνθρωποι (245 γυναίκες, 207 παιδιά και 196 άντρες) εξολοθρεύτηκαν.
Σημείωση: τους άντρες τους πυροβόλησαν στα πόδια και τους έβλεπαν να πεθαίνουν αργά από αιμορραγία, ενώ έκαψαν ζωντανούς όσους καθυστερούσαν να πεθάνουν.
Ο
Adolf Diekmann, επικεφαλής της ομάδας που οργάνωσε τη σφαγή, ισχυρίστηκε, όπως κάτι αντίστοιχο έγινε και στο Δίστομο, ότι ήταν επιβεβλημένα αντίποινα για τη δράση των ανταρτών κοντά στο
Tulle και την απαγωγή του στρατηγού
Helmut Kämpfe από τους αντάρτες και ομάδα δολιοφθορών των συμμάχων.
Μάλιστα, και οι ομοιότητες είναι ενδεικτικές ότι όπως και στο Δίστομο και εδώ οι ανώτεροι του
Diekmann αμφέβαλαν για τις εκθέσεις που υπέβαλε για να δικαιολογήσει τη σφαγή και ξεκίνησε ανάκριση που τη ματαίωσε ο θάνατος του
Diekmann λίγες μέρες αργότερα στη Νορμανδία.
Και μια άλλη αναλογία με το Δίστομο: Στις 12 Ιανουαρίου 1953 στρατιωτικό δικαστήριο στο Μπορντώ εκδίκασε τις υποθέσεις 65 Γερμανών, υπευθύνων της σφαγής, που εντοπίστηκαν.
Από αυτούς μόνο 21 προσήχθησαν τελικά στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όλοι τους ισχυρίστηκαν ότι σύρθηκαν στα
Waffen SS παρά τη θέλησή τους και ως στρατιώτες εκτελούσαν το καθήκον τους. Από αυτούς, ενώ τυπικά όλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια, πέντε χρόνια μετά ήταν όλοι ελεύθεροι, όπως συνέβη και στην ελληνική περίπτωση. Το γαλλικό κράτος δεν διεκδίκησε, όπως και το ελληνικό σε αντίστοιχες περιπτώσεις, από τους Βρετανούς ούτε καν την έκδοση του στρατηγού
Heinz Lammerding που έδωσε τις εντολές. Ο μόνος τελικά που τιμωρήθηκε ήταν ένας λοχαγός που δικάστηκε στα 1983 ισόβια και απελευθερώθηκε στα 1997. Μετά τον πόλεμο ο στρατηγός
Charles de Gaulle αποφάσισε το χωριό να μην ξαναχτιστεί αλλά να μείνει ως μαυσωλείο και σύμβολο της πάλης κατά του ολοκληρωτισμού.
Στην ουσία τόσο στη υπόλοιπη Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα το γερμανικό σχέδιο είχε αναβαθμιστεί: εκτός από την κατατρομοκράτηση σκοπός του ήταν να χρησιμοποιηθούν τα αντίποινα ώστε να στρέψουν
τμήμα του εγχώριου κατεχόμενου πληθυσμού εναντίον της αντίστασης. Η επιδίωξη αυτή κατέστη επιτακτική δεδομένου, ότι όπως διαπίστωνε το ΓΣ του ΕΛΑΣ, συμπτωματικά την ίδια μέρα που πραγματοποιήθηκε η σφαγή στο Δίστομο, λόγω της εξέλιξης των μετώπων στην Ευρώπη, οι Γερμανοί είχαν υποχρεωθεί να μεταφέρουν το βαρύ οπλισμό τους εκτός Ελλάδας, καθώς και τμήμα των πιο μάχιμων δυνάμεών τους, αφήνοντας πίσω μικρότερης μαχητικής αξίας τμήματα και μάλιστα αποτελούμενα από τους συμμάχους των Γερμανών αλλοεθνείς τους, γεγονός που αποδυνάμωνε τις δυνάμεις κατοχής και τις υποχρέωνε να στηρίζονται και στα Τάγματα Ασφαλείας και στην ωμή τρομοκρατία.
Άρα, οι Γερμανοί από την οδηγία του στρατάρχη V. Keitel στα τέλη του 1941, ότι έπρεπε να δίνονται πλουσιοπάροχες χρηματικές αμοιβές σε όσους από τον τοπικό πληθυσμό έδιναν πληροφορίες κατά των ανταρτών, αλλά και την πρακτική να προσφέρεται αυτοσχέδιος οπλισμός με τη μορφή τσεκουριών ή μαχαιριών (ιδίως στη Μακεδονία) σε πληθυσμούς με ιδιαίτερα εθνοτικά χαρακτηριστικά, πέρασαν στη δημιουργία ημιστρατιωτικών ελληνικών σωμάτων, εξοπλισμένων από τους ίδιους με ελαφρύ οπλισμό για να κτυπήσουν τους αντάρτες.
Πράγματι, εξαιτίας των σχεδίων αυτών άρχισαν να πληθαίνουν οι καταδότες, ενώ ολόκληρα χωριά απέκτησαν εξοπλισμένους «οπλαρχηγούς», όπως οι Κούκοι της Κατερίνης ή τα χωριά των Ποντίων μουσουλμάνων στη Μακεδονία (ο κορυφαίος ανάμεσα τους ο Τσαούς Αντόν- Αντώνης Φωστερίδης), στην περιφέρεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εγκλήματα κατά της Αντίστασης με τη μορφή αποκεφαλισμών ή λιντσαρισμάτων αιχμαλώτων. Όμως, ιδίως στην Πελοπόννησο, το γερμανικό σχέδιο αξιοποιήθηκε πιο ολοκληρωμένα με τη δράση των ταγμάτων Ασφαλείας, την ευθύνη των οποίων ανέλαβε ίσως η πιο ειδεχθής περίπτωση αιμοσταγών Γερμανών αξιωματικών ο Walter Schimana, επικεφαλής της υπηρεσίας του «Ανώτερου Αρχηγού των SS και της Αστυνομίας» που υπαγόταν απευθείας στον αρχηγό των SS H. Himmler στο Βερολίνο. Έτσι, όταν οι σύμμαχοι παραπλάνησαν τους Γερμανούς ότι η απόβαση στη Σικελία στα 1943 θα γινόταν στην Ελλάδα, οι τελευταίοι εκτός από τον πολλαπλασιασμό τυφλών αντιποίνων, έριξαν στο παιχνίδι τα Τάγματα Ασφαλείας ως επικουρική δύναμη κατοχής. Με διαταγή του Μ. φον Βάικς, το Γενάρη του 1944, δόθηκε ρητή εντολή να αναβαθμιστεί ο εφοδιασμός των δυνάμεων αυτών με επαρκέστερο οπλισμό.
Μάλιστα, αν στην Ελλάδα αξιοποίησαν παλιές πολιτικές αντιθέσεις για να κατασυκοφαντήσουν την αντίσταση και να δικαιολογήσουν τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, στη Γιουγκοσλαβία χρησιμοποίησαν τον εθνικισμό και τις θρησκευτικές διαφορές: στις 27 Μαίου 1944, 14 μέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο, στρατεύματα από την
7η Prinz Eugen Division των SS εκτέλεσαν 834 σέρβους αμάχους και έβαλαν φωτιά σε 500 σπίτια στα χωριά
Ruda,
Cornji,
Dorfer Otok and Dalnji στη Δαλματία. Τους τιμώρησαν ως υποστηρικτές των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων. Η ίδια στρατιωτική δύναμη ήταν εκείνη που δύο μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου 1944, συγκέντρωσε Σέρβους και Εβραίους του Κοσόβου στο χωριό
Velika και εκτέλεσε 428 ανθρώπους. Το μυστικό ήταν ότι στη σφαγή συμμετείχαν και ένοπλες δυνάμεις των Αλβανών της περιοχής, και η σφαγή ήταν της μορφής της εθνικής εκκαθάρισης. Τα ίδια έγιναν και στο χωριό
Blagaj, όπου 520 άνθρωποι εκτελέστηκαν προς όφελος, αυτή τη φορά, των Κροατών
Ustazi.
Όμως, η σφαγή στο Δίστομο δεν ήταν μόνο αυτό που υπογράμμισε ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών
Acheson όταν την πληροφορήθηκε: ένα ακόμη δείγμα της τρομοκρατίας που είχαν εξαπολύσει οι Γερμανοί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ήταν και μια μορφή τιμωρίας αφού ο πληθυσμός της περιοχής
δεν δέχτηκε τα Τάγματα Ασφαλείας. Γιατί σε όλη τη Στερεά συγκροτήθηκαν μόνο ένα τάγμα στη Χαλκίδα και ένα στο Αγρίνιο, αφού δεν παραγματοποιήθηκε στην περιοχή σχεδόν καμία εθελοντικά κατάταξη.
Το στοιχείο της εκδίκησης
φαίνεται από τη μορφή που πήρε η σφαγή
: δεν ήταν η μεγαλύτερη σφαγή αμάχων στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα τα Καλάβρυτα, ήταν όμως η πιο ειδεχθής.
Μάλιστα, η σφαγή ήρθε σε μια στιγμή που το
Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ, καλύτερα οργανωμένο από ποτέ, είχε εγκαινιάσει
πολιτική αποφυγής των άσκοπων ενεργειών, που διευκόλυναν τους Γερμανούς να προβαίνουν σε αντίποινα.
Πράγματι, το Αρχηγείο των ανταρτών ζητούσε πλέον σχέδια δράσης από τα επιμέρους τμήματα του, απαιτούσε να εγκρίνονται οι ενέργειες από το ίδιο, να μην γίνονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές και να σχετίζονται με το γενικότερο στρατιωτικό σχεδιασμό των συμμάχων και των εντολών της Μέσης Ανατολής.
Ήταν, κατά σύμπτωση, μια μέρα μετά τη σφαγή στο Δίστομο που το Γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε ζητήσει από τη Μέση Ανατολή να το ενημερώνει εγκαίρως για τις επιχειρήσεις που ζητούσε να εκτελεστούν στην Ελλάδα, για να αποφεύγεται η σύγχυση και να προετοιμάζονται οι μονάδες του ΕΛΑΣ να αντιμετωπίσουν τυχόν γερμανικά αντίποινα.
Αυτή ακριβώς η εξέλιξη εξηγεί απόλυτα και τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκε η σφαγή του Διστόμου: οι Γερμανοί αναζητούσαν ένα πρόσχημα να εδραιώσουν την εντύπωση ότι την ευθύνη για τα αντίποινα είχε η αντίσταση. Όμως, ήξεραν ότι οι μόνες περιπτώσεις που οι μαχητές του ΕΛΑΣ δεν περίμεναν ρητές εντολές από το Αρχηγείο τους ήταν όταν επρόκειτο να απελευθερώσουν πολίτες που μεταφέρονταν για εκτέλεση. Για αυτό έκαναν τα πάντα για να παγιδεύσουν τους αντάρτες. Όπως δείχνουν και οι μαρτυρίες που φιλοξενεί το βιβλίο του Θεοχάρη, Γερμανοί με πολιτικά, προσποιούμενοι τους Έλληνες επιβιβάστηκαν στο πρώτο φορτηγό της φάλαγγας. Μάλιστα, για να καταστεί πιο αληθοφανής η επιχείρηση η αφετηρία της ήταν οι φυλακές της πόλης. Προκειμένου δε να διασφαλίσουν ότι θα παρέσυραν τους αντάρτες, 14 χιλιόμετρα έξω από τη Λιβαδειά, όπως γράφει και η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου για τα εγκλήματα Πολέμου, συλλάμβαναν και εκτελούσαν ή επιβίβαζαν δια της βίας στα φορτηγά και όσους βρήκαν στα χωράφια. Ενώθηκαν δε με άλλη φάλαγγα που προερχόταν από την Άμφισσα και συνέχισαν τις προκλήσεις, λεηλατώντας σπίτια στο Δίστομο. Δεδομένου ότι δεν παρενοχλήθηκαν μέσα στην πόλη, αναζήτησαν τους αντάρτες εκτός του Διστόμου και δέχτηκαν τελικά επίθεση από αυτούς, αφού οι τελευταίοι τήρησαν την εντολή της απόστασης από κατοικημένες περιοχές. Ωστόσο, οι Γερμανοί, έχοντας προσχεδιάσει τη σφαγή επέστρεψαν στο Δίστομο, κατασφάζοντας τον πληθυσμό του.
Είναι αρκούντως εντυπωσιακό ότι ακόμα και ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας, που τοποθέτησε το κράτος των Αθηνών, την έκθεση του οποίου περιλαμβάνει το βιβλίο του Θεοχάρη, και αυτός ακόμα αποσβολωμένος από την αναλγησία των Γερμανών, δεν έκρυψε στους ιεραχικά ιστάμενους τα πραγματικά χαρακτηριστικά της σφαγής. Ο ίδιος μίλησε για Γερμανούς μεταμφιεσμένους σε μαυραγορίτες και φυλακισμένους-μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν οι ενδυμασίες των φυλακισμένων-,ότι είχαν κρύψει τα όπλα τους για να παραπλανήσουν τους αντάρτες, ότι οι σφαγές είχαν ξεκινήσει ήδη από τη στιγμή που η γερμανική φάλαγγα έφυγε από τη Λιβαδειά. Μάλιστα, έμμεσα παρατηρεί στην έκθεσή του ότι το Δίστομο δεν καταχωρούνταν στα «ανταρτοχώρια», ούτε είχαν γίνει σημαντικές ενέργειες στην περιοχή γύρω από αυτό για να μπορεί έστω και στο ελάχιστο να δικαιολογηθεί η σφαγή. Προφανώς δεν ήξερε ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαινιάσει μια πολιτική να διαφαίνεται ότι οι αντάρτες έμμεσα «τιμωρούσαν» τους πληθυσμούς που δεν εντάσσονταν στις αντιστασιακές οργανώσεις, προκαλώντας τα γερμανικά αντίποινα, αφού η τακτική να στρέφουν τα αντίποινα, κυρίως κατά των οικογενειών των ανταρτών, δεν είχε αποδώσει, προκαλώντας, αντί τον εκφοβισμό τους, τη μαζικοποίηση των ανταρτικών οργανώσεων. Είναι ενδεικτικό ότι και τμήμα των Γερμανών ιθυνόντων φοβούνταν ότι τα αντίποινα αυτά όχι μόνο θα προκαλούσαν τα αντίθετα αποτελέσματα και θα μαζικοποιούσαν την αντίσταση για λόγους εκδίκησης, αλλά το ίδιο το ειδεχθές στοιχείο των εγκλημάτων ήταν πιθανόν να προκαλέσει αντιδράσεις ακόμα και στους Έλληνες υποστηρικτές των Γερμανών, όπως και στην κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών. Για αυτό και ο πολιτικός διοικητής των Γερμανών Χέρμαν Νόιμπαχερ ζήτησε έρευνα για τα γεγονότα, με κανένα φυσικά αποτέλεσμα.
Οι προθέσεις αυτές των Γερμανών αποτυπώνονται στις εκθέσεις που συνέταξαν μετά τα γεγονότα. Τα παρουσίασαν ως τμήμα σύγκρουσης μέσα στην πόλη, και όπως ο στρατάρχης von Weichs (Μαξιμίλιαν φον Βαίκς, Διοικητής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης), πληροφόρησε στις 16 Ιουλίου 1944 το Στρατηγείο της Βέρμαχτ στο Βερολίνο, η επίθεση έγινε εναντίον Διστομιτών που έπληξαν το γερμανικό στρατό εντός του οικισμού. Για αυτό, όπως σημείωνε στην τελευταία της παράγραφο η γερμανική αναφορά, «μετά την εκκαθάριση του χωριού μετρήθηκαν 250 νεκροί ύποπτοι συμμορίτες και μέλη συμμοριών». Είναι σχεδόν το ίδιο κείμενο, που το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη μας πληροφορεί ότι δόθηκε για δημοσίευση σε ελληνικές εφημερίδες από τις αρχές Κατοχής λίγο μετά τη σφαγή. Είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί μίλησαν για κομμουνιστική δημοκοπία που διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις περί υποτιθέμενων ωμοτήτων, αφού γερμανική μονάδα «εβλήθη έμπροσθεν του χωριού Διστόμου» με όπλα πολυβόλα και ολμοβόλα. Σημειωτέον ότι η ανακοίνωση των Αρχών Κατοχής δεν ανέφερε συγκεκριμένο αριθμό νεκρών αλλά «αριθμόν τινά εις νεκρούς και τραυματίας», προκειμένου να αιωρείται ότι υπήρχε κάποιων αντιστοιχία μεταξύ των απωλειών των Γερμανών και των σφαγέντων στο Δίστομο. Οι Γερμανοί απλά, σύμφωνα με την ανακοίνωση της κατοχικής κυβέρνησης, υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα βαρέα γερμανικά όπλα για να καταληφθεί το χωριό, αφού οι αντάρτες είχαν υποτίθεται οχυρωθεί στο χωριό με «όλα τα υπάρχοντα μέσα» και άρα και οι κάτοικοί του τους υποστήριζαν παρέχοντας τους αυτά τα «υπάρχοντα μέσα». Τελικά, η ανακοίνωση της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης κατέληγε απλά στο ότι σκοτώθηκαν «250 συμμορίτες».
Έτσι, δικαιολογήθηκε και ο θάνατος παιδιών και γυναικών, που κατά τις αρχές Κατοχής, ήταν αναπόφευκτος λόγω του κανονιοβολισμού του χωριού από αυτά τα βαρέα όπλα. Πάντως, επειδή όλα αυτά φάνταζαν ολίγον έωλα η ανακοίνωση της κατοχικής κυβέρνησης επιβεβαίωνε ότι σε κάθε περίπτωση «απεδείχθη» ότι οι κάτοικοι «είχον συνεργαστεί με τας συμμορίτας». Και η ανακοίνωση των αρχών Κατοχής ολοκληρωνόταν με τη συμβουλή ότι όλη υπόθεση αποτελούσε μια προειδοποίηση, «όπως κανείς να μη συνεργάζεται με τους κομμουνιστάς συμμορίτας.» Η ειρωνεία ήταν ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί, για να επιτείνουν τον εκφοβισμό, συσχέτισαν τη σφαγή με τα ανάλογα φαινόμενα στη Γαλλία την ίδια περίοδο, απειλώντας τους Έλληνες ότι θα επαναληφθεί και στην Ελλάδα το φαινόμενο να φονευθούν αθώοι πολίτες, όπως και στη Γαλλία, όπου τα αθώα θύματα έφτασαν τις 47.000. Μάλιστα επειδή γνώριζαν ότι οι αντάρτες πολεμούσαν με βάση τις εντολές της Μέσης Ανατολής η ανακοίνωση καταληκτικά διαπίστωνε ότι οι αγγλοαμερικανική εισβολή στην Ευρώπη συμπλήρωσε ότι άρχισε ο κομμουνιστικός εμφύλιος πόλεμος, δηλαδή την εξολόθρευση του ελληνισμού πλευρά της οποίας ήταν φαινόμενα τύπου Διστόμου.
Να σημειωθεί ότι όπως και στην περίπτωση του
Oradour υπήρχε και άλλη μαρτυρία και έκθεση από τους κόλπους των ίδιων των Γερμανών, την οποία μάλιστα
o Weichs, δεν έκρυψε από τους ανωτέρους του. Επρόκειτο για έναν υπαξιωματικό αυτόπτη μάρτυρα, που μίλησε για σαφή έλλειψη ανταρτικών ενεργειών μέσα στην πόλη. Ήταν η αναφορά του
G.
Koch, ενός μέλους της στρατιωτικής αστυνομίας της Βέρμαχτ (
Wehrmacht GFP Geheime Feldpolizei), που υποστήριζε ότι τα τμήματα των
SS μπήκαν στο Δίστομο χωρίς να αντιμετωπίσουν κανένα απολύτως πρόβλημα και την επίθεση από τους αντάρτες την δέχθηκαν, αφού αποχώρησαν από το Δίστομο και σε απόσταση από αυτό. Μετά γύρισαν και διέπραξαν τη σφαγή, πράγμα που αντιφάσκει προς την αναφορά του
Fritz Lautenbach (
SS-
Standartenfü
hrer Schü
hrers), του επικεφαλής της σφαγής. Αξιοσημείωτο είναι ότι έγινε τελικά έρευνα από την ίδια τη
Wehrmacht, που αναγνώρισε ότι ο
Lautenbach εσκεμμένα παραποίησε τα γεγονότα. Όμως στο τέλος ο
Veichs δικαίωσε τις πράξεις των υφισταμένων του ως απόρροια υποτιθέμενης στρατιωτικής αναγκαιότητας και τις χαρακτήρισε ως μέτρο «εξιλέωσης» (;) . Αλλά το ίδιο παιχνίδι της τύχης παίχτηκε ακόμα και σε αυτό το θέμα με το δίδυμο έγκλημα στο
Oradour στη Γαλλία. Η ίδια διχογνωμία σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της σφαγής υπήρξε και εκεί στους κόλπους του γερμανικού στρατού. Όπως φάνηκε στη δίκη για τη σφαγή που έγινε στο Μπορντώ στα 1953, ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες ο C.
Weidinger, επέμεινε ότι ο εκεί σφαγέας
Diekmann δεν είχε καν εντολή από τους ανωτέρους του όταν έκαψε το χωριό. Όταν δε γύρισε στην έδρα του αρχηγείου της Βέρμαχτ αργά το απόγευμα μετά τη σφαγή, στην πρώτη του αναφορά ούτε καν ανέφερε τους θανάτους των παιδιών και των γυναικών μέσα στην εκκλησία. Όπως και στην περίπτωση του Διστόμου ανέφερε ότι δέχθηκε επίθεση μέσα στον οικισμό από τους κατοίκους που αντιστάθηκαν όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό. Όταν προχώρησε σε έρευνα για τον απαχθέντα στρατηγό Kampfe, ενώ δεν τον εντόπισε, ισχυρίστηκε ότι βρήκε έναν αριθμό δολοφονημένων Γερμανών στρατιωτών μέσα στο χωριό, γεγονός που προκάλεσε την έξαλλη αντίδραση του και τη σφαγή. Σε βιβλίο που ο
Weidinger έγραψε, το "
Comrades to the End," πρόσθεσε ότι στην αναφορά του ο
Diekmann στο γερμανικό στρατηγείο στη Λιμόζ πρόσθεσε λίγο αργότερα ότι στην έρευνά του μέσα στο χωριό βρήκε μεγάλη ποσότητα όπλων και σκότωσε τους κατοίκους γιατί τους θεώρησε όλους παρτιζάνους Μακί. Τα γυναικόπαιδα κάηκαν γιατί όταν σκότωνε τους άντρες τα πυρομαχικά που ήταν σε κάθε σπίτι κρυμμένα έσκασαν ξαφνικά, προκαλώντας τη φωτιά που έκαψε την εκκλησία, στην οροφή της οποίας υπήρχαν επίσης πολεμοφόδια των ανταρτών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γερμανοί και στο Δίστομο αξιοποίησαν την πλούσια εμπειρία που είχαν αποκτήσει στο να στήνουν αντίποινα. Τα ίδια έκαναν, για παράδειγμα, και στην περίπτωση της σφαγής του Καρακόλιθου, στις 30 Απριλίου 1944 αλλά και σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας, όπως στο Βιάννο του Ηρακλείου Κρήτης, το Σεπτέμβριο του 1943,
στο Κομμένο της Άρτας, τον Αύγουστο του 1943, στο Χορτιάτη, την Κάνδανο κλπ, αλλά και με τις περίφημες «κλούβες» ομήρων στα τρένα, φτάνοντας μάλιστα μέχρι και του σημείου να υλοποιήσουν τη διαταγή του στρατηγού των Αλεξιπτωτιστών
B.
Broyer, της 10ης Φεβρουαρίου 1944, ώστε σε όλα τα γερμανικά φορτηγά αυτοκίνητα που κινούνταν στην Κρήτη, να επιβαίνει και κάποια Ελληνίδα όμηρος νεαρής ηλικίας. από προβεβλημένες οικογένειες της περιοχής.
Μάλιστα η σφαγή στο Κομμένο της Άρτας έχει και τις πιο εντυπωσιακές αναλογίες με αυτή του Διστόμου. Έγινε 15 μέρες πριν συνθηκολογήσει η Ιταλία μετά την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία. Έτσι, τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943 μια φάλαγγα με 22 αυτοκίνητα στάθμευσε μπροστά στο χωριό και 400 Γερμανοί στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα, το περικύκλωσαν. Στις 4.30’ το πρωί δόθηκε ο σύνθημα της μαζικής εξόντωσης.
Οι Γερμανοί κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Τουφέκισαν αδιάκριτα άντρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά, ξεκοίλιασαν τις έγκυες και έκαψαν τα έμβρυα. Εννιά ώρες κράτησε η φρίκη του μίσους και της καταστροφής.
Κατά το μεσημέρι οι Γερμανοί έφυγαν παίρνοντας μαζί τους ρούχα, χρυσαφικά, ζώα, χρήματα και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκαν. Άφησαν πίσω τους 317 πτώματα, ενώ διασώθηκαν 440, που πρόλαβαν να κρυφτούν και να γλυτώσουν. Εξοντώθηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες μέχρι ενός. Εκτελέστηκαν ανελέητα και 97 νήπια και παιδιά έως 15 ετών. Θανατώθηκαν 119 γυναίκες.
Και εδώ οι εκθέσεις που υποβλήθηκαν από τους αυτουργούς προς τους ανωτέρους τους μιλούσαν για «εχθρικές απώλειες» και επιβεβλημένες απώλειες των αμάχων που υποτίθεται βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά.
Μάλιστα, η περίπτωση της σφαγής του Κομμένου δεν μπορεί καν να αποδοθεί στη δράση μόνο του ΕΛΑΣ, όπως έκαναν οι Γερμανοί και το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, το οποίο έσπευσε σχεδόν άμεσα να δικαιώσει τους Γερμανούς υπό την επίρροια ενός τυφλού αντικομμουνισμού, και έτσι να δικαιολογήσει και την απουσία πολιτικής πολεμικών διεκδικήσεων, που αρχικά επιδικάστηκαν στη χώρα. Γιατί οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου, υπέβαλαν στις μετεμφυλιακές ελληνικές κυβερνήσεις να δεχθούν ως πεδίο συζήτησης, έστω και έμμεσα, το επιχείρημα των ιθυνόντων της Δυτικής Γερμανίας ότι έφταιγαν και οι αντάρτες (ακόμα και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Καραμανλή στα 1959 Π. Κανελλόπουλος, στην ίδια την ελληνική βουλή αναγνώρισε ελαφρυντικά στις δυνάμεις Κατοχής, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σφαγή στα Καλάβρυτα και τις απώλειες του γερμανικού στρατού.)
Αντίθετα, μέσα στο χωριό στο Κομμένο υπήρχαν εκτός από μαχητές του ΕΛΑΣ και αντάρτες του ΕΔΕΣ, όταν η γερμανική διμοιρία έσπευσε να ερευνήσει τις καταγγελίες ότι το χωριό προμήθευε με τροφή τους αντάρτες της περιοχής. Γιατί φ
αίνεται πως οι γερμανικές αρχές γνώριζαν πως στην περιοχή του Κομμένου λάβαινε χώρα ένα ιδιότυπο είδος εμπορίου ή λαθρεμπορίου. Έμποροι από τη Λευκάδα μετέφεραν με τις βάρκες τους λάδι, πατάτες, σταφύλια κλπ. και τα προωθούσαν στους πληθυσμούς των χωριών που γειτόνευαν με τον ποταμό Άραχθο, στις όχθες του οποίου αγκυροβολούσαν και διανυκτέρευαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι κάτι ανάλογο έγινε και στο Ugine στη Γαλλία, 5 μέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο. Μια νάρκη των ανταρτών που πυροδοτήθηκε με τηλεχειριστήριο σκότωσε 11 Γερμανούς σε κομβόι της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Ugine κοντά στο Annecy της δυτικής Γαλλίας συνέλαβε όλους τους άντρες που βρήκαν μπροστά τους και εκτέλεσαν 28. Άλλους 19 τους μετέφεραν στο σημείο που έσκασε η νάρκη τους εκτέλεσαν και έριξαν τα σώματά τους στην τρύπα που είχε προκαλέσει η έκρηξη. Λεηλάτησαν, μάλιστα, τουλάχιστον 500 σπίτια.
Γιατί, όμως, επιλέχθηκε το Δίστομο και ολόκληρη η περιοχή για αυτές τις σφαγές; Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι η περιοχή είχε κομβική σημασία, αφού από την αρχή της κατοχής ο Ελικώνας και τα γύρω βουνά ήταν τα πεδία ρίψης όπλων, ασυρμάτων, συνδέσμων αξιωματικών της Μέσης Ανατολής. Αφετέρου ήταν και ο κύριος δρόμος μετακίνησης ανταρτών και στελεχών της Αντίστασης από την Αθήνα προς το βουνό. Επιπλέον, ήταν η κύρια οδός για τη μεταφορά μεταλλευτικών προϊόντων ώστε να μετατραπούν σε πολεμοφόδια. (Ιδίως στα 1944 μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα 50000 τόνοι χρωμίου για την κατασκευή χάλυβα). Αλλά και απαραίτητος χώρος διέλευσης σε μια ενδεχόμενη μετακίνηση γερμανικών στρατευμάτων στα άλλα μέτωπα του πολέμου όσο και η κύρια οδός διαφυγής σε περίπτωση υποχώρησης. Για αυτό επιχείρησαν να ξεκαθαρίσουν την αντίσταση από τις γύρω περιοχές, να δημιουργήσουν προγεφυρώματα και να ελέγξουν τις διαβάσεις.
Σε αυτή τη βάση δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μέρες πριν τη σφαγή στο Δίστομο
, το Μάιο του 1944 έχουμε σφαγές αμάχων στις Λίμνες Αργολίδας, στο Αγγελόκαστρο Κορινθίας, στους Αγίους Θεοδώρους (όπου εκτελούν σε δύο επιχειρήσεις 113 κατοίκους), στο Αγιονόρι και στο χωριό Άγιος Ιωάννης Κορινθίας, στο Κακολύρι Έυβοιας, στη Χαλκίδα και στη Ριτσώνα. Στην Βοιωτία, εκτός από την εκτέλεση 29 ομήρων στη Στενή Λιβαδειάς, στις 27 Φεβρουαρίου 1944, στις 2 Απριλίου εκτελούν 100 Βοιωτούς στη Λαμία, ενώ στις 30 Απριλίου εκτέλεσαν 138 ομήρους στον Καρακόλιθο. Αντίστοιχες ενέργειες με εκατόμβες θυμάτων έγιναν στο Κυριάκι την ίδια μέρα και στο Καλάμι Λιβαδειάς στις 16 Ιουνίου 1944. Μετά σειρά, πιο βόρεια, πήρε η Υπάτη Φθιώτιδας στις 17 Ιουνίου 1944, αλλά και η Θεσσαλία που δέχεται αλλεπάλληλες καταστροφές ένα μήνα μετά.
Όπως πληροφορούσαν το
Foreign Office οι Βρετανοί σύνδεσμοι, στα πλαίσια των επιχειρήσεων αυτών οι Γερμανοί, μόνο μέσα σε ένα 15μερο, τον Ιούνιο του 1944 έκαψαν 28 χωριά και κατέστρεψαν τις σοδειές τους. Τα δε Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν 250 αμάχους και λεηλάτησαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Τέλος, έχει σημασία ποιος διέπραξε τη σφαγή;. Τυπικά ήταν η
4η SS Polizei Panzergrenadier Division υπό τις διαταγές του
SS-
Hauptsturmführer, κάτι σαν λοχαγός ειδικών καθηκόντων,
Fritz Lautenbach. Ήταν τμήμα των
Waffen SS, των λεγόμενων πολεμικών
SS, μέρος της
Wehrmacht, που αποτελούνταν από εθελοντικές δυνάμεις που επιλέχθηκαν στη βάση των θεωριών ρατσιστικής καθαρότητας των Ναζί. Ήταν οργανισμός του γερμανικού στρατού που φτιάχθηκε για να καταπολεμηθούν οι υπάνθρωποι σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία ( Εβραίοι, Πολωνοί, Ρομά και κομμουνιστές.) Αυτές τις δυνάμεις τις έφεραν οι Ναζί στην Ελλάδα στα 1943 ειδικά επειδή η Αντίσταση συνεχώς μεγάλωνε. Ανάμεσα τους και η «104 Μεραρχία Κυνηγών», η 117 Μεραρχία Κυνηγών», η «1
η Ορεινή Μεραρχία», η «4
η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Αστυνομίας Γρεναδιέρων των
SS» (αυτή που διέπραξε τη σφαγή στο Δίστομο). Οι μονάδες αυτές διέθεταν πλούσια εμπειρία από πρακτικές αντιποίνων στο Ανατολικό Μέτωπο και ιδίως από την αντιμετώπιση της Γιουγκοσλαβικής Αντίστασης, στις οποίες και δόθηκε ρητή εντολή από το Βερολίνο να προβαίνουν σε αντίποινα χωρίς καμία αναστολή, δεδομένου ότι «μια ανθρώπινη ζωή πολλές φορές δεν αξίζει τίποτα».
Σε κάθε, όμως, περίπτωση τα Waffen SS βρίσκονταν κάτω από τον υπηρεσιακό έλεγχο της Wehrmacht. Μετά τον πόλεμο τα Waffen SS, στη δίκη της Νυρεμβέργης καταδικάστηκαν ως εγκληματική οργάνωση. Στα 1950 και 1960 οι βετεράνοι των Waffen SS επιδόθηκαν στην προσπάθειας να ανατρέψουν τις αποφάσεις της Νυρεμβέργης στην νεόδμητη Δυτική Γερμανία και να τύχουν και αυτοί της δυνατότητας συντάξεων.
Αλλά και στην ίδια την Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό πώς αντιμετωπίστηκαν όσοι λίγοι προσήχθησαν στη δικαιοσύνη μεταπολεμικά. Παρά τις βαριές ποινές του Έκτακτου Ειδικού Δικαστηρίου Αθηνών στα 1945 σχεδόν όλοι δεν εξέτισαν τις ποινές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο στρατηγός Al. Andre, στρατιωτικός διοικητής Κρήτης που ευθύνονταν για εκτεταμένα αντίποινα και καταστροφές χωριών. Η καταδίκη του ήταν ισόβια και ήταν φυλακισμένος από το 1947. Το 1951 υπέβαλε αίτηση χάριτος και με βάση τις εισηγήσεις του τότε διευθυντή των φυλακών για άριστη συμπεριφορά στη φυλακή (;)η ποινή των ισοβίων μετετράπη σε 4 ετή φυλάκιση. Δεδομένου ότι είχε ήδη εκτίσει την ποινή απελευθερώθηκε. Τα ίδια συνέβησαν και με τον Ζάμπελ σφαγέα του Διστόμου, που παραδόθηκε στους Γερμανούς, στις 13 Ιουλίου 1953, ενώ ήταν έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ ή τον Μ. Μερτενς υπεύθυνο για τη σφαγή 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ειδικά ο τελευταίος που συνελήφθη τυχαία στα 1957 και αποφυλακίστηκε σχεδόν αμέσως κατά απαίτηση της γερμανικής κυβέρνησης. Όταν έφυγε στη Γερμανία και φυσικά απαλλάχθηκε κατηγόρησε περιπαίζοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό της χώρας Κ. Καραμανλή, που τον απελευθέρωσε παραβιάζοντας τη δικονομική τάξη, ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών στην Κατοχή προκαλώντας μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση στην Ελλάδα.
Πάντως σε όσους επιχείρησαν να αποδώσουν τις ευθύνες στα
SS και όχι στη Βέρμαχτ, η απάντηση της ιστορικής έρευνας είναι ότι όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την πεποίθηση της τελικής νίκης τα δύο σώματα δεν είχαν καμιά διαφορά μεταξύ τους.
S. Farmer, Martyred Village: Commemorating the 1944 Massacre at Oradour-sur-Glane, Berkeley and Los Angeles: University of California Press 1999.